- αρνική
- (arnica). Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών των εύκρατων και ψυχρών χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Τα φύλλα που βγαίνουν στη βάση του βλαστού σχηματίζουν ρόδακα, ενώ ψηλότερα στον βλαστό είναι αντίθετα. Έχουν κίτρινα άνθη που σχηματίζουν κεφάλια στην άκρη μακρών ανθοφόρων βλαστών. Ο καρπός είναι αχαίνιο με απλές τρίχες. Είναι φυτά διακοσμητικά και μερικά φαρμακευτικά. Ευδοκιμούν σε πετρώδη βραχώδη εδάφη και πολλαπλασιάζονται με σπέρματα ή διαχωρισμό των ριζών τους. Από τα 12 είδη του γένους το ένα απαντάται αυτοφυές σε υποαλπικά λιβάδια της βόρειας Ελλάδας. Είναι η α. η ορεινή, χρήσιμο φαρμακευτικό και διακοσμητικό φυτό. Έχει φύλλα ακέραια, ωοειδή ή λογχοειδή και ανθίδια κιτρινοπορτοκαλόχρωμα. Όλα τα μέρη του φυτού περιέχουν χρήσιμα στη φαρμακευτική αιθέρια έλαια. Από τα είδη της α. που απαντούν εκτός Ελλάδας αξιόλογα είναι η α. η καρδιόφυλλη και α. η πλατύφυλλη.
Dictionary of Greek. 2013.